Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Η φυγή

Την απόφαση που έπρεπε να πάρει, την πήρε! Θα έφευγε χωρίς άλλες αναβολές. Το χωριό πια δεν την χωρούσε. Δεν υπήρχε πια εκείνη η ζεστή θέση για εκείνη εκεί. Δεν την πείραζε. Ίσα ίσα που την ευχαριστούσε γιατί θα κατάφερνε να ξεχάσει. Να ξεχάσει όσα την πονούσαν.
Τριγύριζε στο έρημο σπίτι προσπαθώντας να αποφασίσει τι θα έπαιρνε μαζί της, αν έπαιρνε κάτι δηλαδή. Ένα στρώμα σκόνης σκέπαζε κάθε επιφάνεια και φανέρωνε την θλίψη και την εγκατάλειψη του παλιού πέτρινου σπιτιού.
Όλα γύρω της της θύμιζαν άρρωστα βράδια και θυμό και καυτά δάκρυα πάνω σε κόκκινα μάγουλα. Όλα της θύμιζαν κενά βλέμματα και την ανυπόφορη σιωπή. Μια σιωπή που φώναζε πιο δυνατά από όλες τις κραυγές που δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο μέσα της.
Τα παράθυρα ήταν μεγάλα μα οι βαριές σκούρες κουρτίνες δεν άφηναν το φως να μπει μέσα στο σπίτι. Ούτε μια ακτίνα φωτός.
<<Εσύ είσαι ο ήλιος μου>> της έλεγε η μητέρα της. <<Έχεις μέσα σου τη φωτιά>>.
Δεν θα έπαιρνε τίποτα τελικά. Δεν υπήρχε κάτι που να χρειάζεται ή κάτι που να θέλει. Η μητέρα της είχε πεθάνει κι ο αδελφός της είχε χαθεί στους ωκεανούς εδώ και καιρό. Εκείνη θα έφευγε, όπως έφευγε κι εκείνος κάθε φορά που χτυπούσε την μητέρα της. Την χτυπούσε κι έφευγε, έτσι απλά. Χωρίς εξηγήσεις και χωρίς ποτέ ίχνος μεταμέλειας. <<Όπου είμαι εγώ θα είσαι κι εσύ>> της είχε πει. Δίκιο είχε. Κι αυτός και η μητέρα της τώρα ήταν στο χώμα. Μαζί κατά μία έννοια.
Κοίταξε το γκρίζο γύρω της. <<Εγώ είμαι η φωτιά>>φώναξε. Τα σπίρτα ήταν πάνω στο τραπεζάκι. Άναψε ένα και το άφησε πάνω στην πολυθρόνα. Έτρεξε έξω από εκεί, για πρώτη φορά ελεύθερη.